- ολίσθηση
- η (Α ὀλίσθησις, -εως, ιων. γεν. -ιος) [ολισθάνω]αυτόματη κίνηση πάνω σε κατωφερή ή λεία επιφάνεια, γλίστρημα και πέσιμονεοελλ.1. (μηχαν.) μετάθεση δύο επιφανειών που βρίσκονται σε επαφή με τέτοιο τρόπο ώστε ένα σημείο επαφής τής μιας να βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τα σημεία τής άλλης2. γεωλ. α) τεκτονική διεργασία κατά την οποία το μήκος τών λιθολογικών ή τεκτονικών ασυνεχειών στις τεκτονικές ενότητες μεταβάλλεται λόγω τής βαρύτηταςβ) πραγματική σχετική μετατόπιση δύο σημείων εκατέρωθεν μιας ρηξιγενούς επιφάνειας, τα οποία πριν από τη διάρρηξη συνέπιπτανβ) μετατόπιση μιας ακολουθίας στρωμάτων, πάνω σε πλαγιά ή ρήγμα, χωρίς να συμβεί αποχωρισμός, όπως στην κατολίσθηση3. φυσ.-χημ. μετατόπιση ενός τμήματος κρυστάλλου κατά μήκος ενός επιπέδου του ως προς τον υπόλοιπο κρύσταλλο, μετατόπιση που γίνεται υπό την επίδραση διατμητικών δυνάμεων4. (φωνητ.) πέρασμα από μία φωνητική ποιότητα σε μία άλλη η οποία βρίσκεται κοντά στην πρώτη5. φρ. «ολίσθηση συχνότητας»(ηλεκτρ.) μεταβολή τής συχνότητας εκπομπής ή λήψης η οποία οφείλεται σε μεταβολή τής εμπέδωσης φόρτου τής ηλεκτρονικής διάταξηςαρχ.εξάρθρωση οστού.
Dictionary of Greek. 2013.